H Google είναι ανάμεσα στις ψηφιακές πλατφόρμες που έχουν ενημερώσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι πληρούν τον ορισμό τους ως gatekeeper («ρυθμιστές πρόσβασης») σύμφωνα με το Νόμο περί Ψηφιακών Αγορών της ΕΕ, ενώ η Booking.com σε αντίστοιχη ενημέρωσή της αυτή την εβδομάδα αναφέρει ότι πρόκειται να είναι συμβατή με τα κριτήρια αυτά στα τέλη του 2023.
Αυτό σημαίνει ότι οι εταιρίες τεχνολογίας του μεγέθους αυτού, ανάμεσα στις οποίες είναι και οι Meta/Facebook/Whatsapp, Amazon, Apple και Microsoft, θα έχουν περιορισμούς στη λειτουργία και τις πρακτικές τους.
Όσον αφορά τα ταξίδια εντός ΕΕ, η Google, μεταξύ άλλων, θα απαγορεύεται να ευνοεί το οικοσύστημα του Google Travel στα αποτελέσματα αναζητήσεων, όπως έκανε μέχρι σήμερα, σε βάρος των δωρεάν αποτελεσμάτων από εταιρίες όπως οι Expedia, Tripadvisor, Booking Holdings και άλλοι μικρότεροι ανταγωνιστές.
Ένας από τους τρόπους με τους οποίους η Google ευνοεί τον εαυτό της, είναι η τοποθέτηση του χάρτη της με τιμές ξενοδοχείων και αποτελεσμάτων αναζήτησης ψηλά στις σελίδες της, επάνω από τα δωρεάν αποτελέσματα της αναζήτησης που προέρχονται για παράδειγμα από την Hotels.com και άλλους ανταγωνιστές.
Τα αποτελέσματα αυτά της αναζήτησης είναι δωρεάν και θεωρητικά δεν αποτελούν διαφήμιση, όμως όταν οι χρήστες κάνουν κλικ σε κάποιο από αυτά, οδηγούνται στο οικοσύστημα της Google Travel που περιέχει διαφημίσεις και δωρεάν συνδέσμους, Παρότι η Hotels.com λαμβάνει κάποια κλικ, πολύ περισσότεροι χρήστες κάνουν κλικ σε αποτελέσματα που αναδεικνύονται πρώτα στο πολύχρωμο κουτί/χάρτη και καταλήγοουν στην Google Travel.
Ο Νόμος περί Ψηφιακών Αγορών της ΕΕ θα αναγκάσει αυτές τις εταιρίες gatekeeper μέχρι το Μάρτιο του 2024 να λάβουν τα ακόλουθα μέτρα...
-Να παρέχουν διαφάνεια σχετικά με το πώς λειτουργούν οι αλγόριθμοί τους
-Να σταματήσουν να μπλοκάρουν χρήστες που έχουν απεγκαταστήσει προεγκατεστημένες εφαρμογές
-Να κάνουν τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων τους διαλειτουργικές με αυτές από ανταγωνιστικές εταιρείες.
Η ιδέα πίσω από τον Νόμο για τις Ψηφιακές Αγορές είναι οι μεγάλες αυτές πλατφόρμες να αναγκαστούν να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα, αλλά στα ψιλά γράμματα θα κριθεί εάν αυτές οι εταιρίες θα έχουν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Πάντως, σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων, θα υπόκεινται σε πρόστιμα έως και 10% των παγκόσμιων εσόδων τους ή «κύκλου εργασιών».
Δεν έχει γίνει σαφές πώς ακριβώς θα επηρεαστεί η Booking.com με έδρα το Άμστερνταμ, η οποία είναι το μεγαλύτερο brand στο χαρτοφυλάκιο της Booking Holdings, που περιλαμβάνει επίσης, μεταξύ άλλων, τα Priceline, Kayak και Agoda.
Έρευνα της Bernstein τον Απρίλιο ανέφερε: «Η Booking είναι η μικρότερη εταιρεία που δυνητικά επηρεάζεται από το Νόμο, και ως εκ τούτου είναι πιθανό να επηρεαστεί λιγότερο από τους κανόνες. Αλλά είναι και η εταιρεία με την υψηλότερη ευρωπαϊκή παρουσία. Εκτιμάται ότι θα αντιμετωπίσει μόνο περιορισμένο οικονομικό αντίκτυπο».
Εν τω μεταξύ, η Booking.com βρίσκεται ακόμη σε διαπραγματεύσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση. "Η Booking.com επιβεβαίωσε σήμερα ότι συμμετέχει σε εποικοδομητικές συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου για τις Ψηφιακές Αγορές ("DMA") στις δραστηριότητές της και προσβλέπει στη συνέχιση αυτού του διαλόγου", δήλωσε η εταιρεία σε μια οικονομική κατάθεση στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς νωρίτερα αυτή την εβδομάδα.
Ποιοι θα υπόκεινται στην Πράξη για τις ψηφιακές αγορές;
Η Πράξη για τις ψηφιακές αγορές έχει ως στόχο να αποτρέψει την επιβολή αθέμιτων όρων από τους ρυθμιστές πρόσβασης σε επιχειρήσεις και τελικούς χρήστες και να διασφαλίσει τον ανοικτό χαρακτήρα σημαντικών ψηφιακών υπηρεσιών.
Η Πράξη θα είναι εφαρμοστέα μόνο σε εταιρείες που θα ορίζονται ως «ρυθμιστές πρόσβασης» σύμφωνα με αντικειμενικά κριτήρια που ορίζονται στον κανονισμό. Πρόκειται για εταιρείες που έχουν σημαντικό ρόλο στην εσωτερική αγορά λόγω του μεγέθους και της σημασίας τους ως ρυθμιστών πρόσβασης για τους επιχειρηματικούς χρήστες ώστε αυτοί να προσεγγίσουν τους πελάτες τους.
Ως προϋπόθεση, οι εταιρείες αυτές πρέπει να ορίζονται ως ρυθμιστές πρόσβασης για τουλάχιστον μία από τις λεγόμενες «βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας» που απαριθμούνται στην πράξη για τις ψηφιακές αγορές (όπως επιγραμμικές μηχανές αναζήτησης, υπηρεσίες κοινωνικής δικτύωσης, καταστήματα εφαρμογών, ορισμένες υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων, εικονικοί βοηθοί, προγράμματα περιήγησης στο διαδίκτυο, λειτουργικά συστήματα και επιγραμμικές υπηρεσίες διαμεσολάβησης). Η ίδια εταιρεία μπορεί να ορίζεται ως ρυθμιστής πρόσβασης για διάφορες βασικές υπηρεσίες πλατφόρμας.
Συγκεκριμένα, υπάρχουν τρία βασικά σωρευτικά κριτήρια για την υπαγωγή μιας εταιρείας στο πεδίο εφαρμογής της πράξης για τις ψηφιακές αγορές:
-Μέγεθος που έχει αντίκτυπο στην εσωτερική αγορά: αυτό το κριτήριο πληρούται όταν η εταιρεία εμφανίζει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) ετήσιο κύκλο εργασιών ίσο με 7,5 δισ. ευρώ ή και μεγαλύτερο σε κάθε ένα από τα τρία τελευταία οικονομικά έτη, ή όταν έχει μέση κεφαλαιοποίηση αγοράς ή ισοδύναμη πραγματική αγοραία αξία που ανέρχεται σε τουλάχιστον 75 δισ. ευρώ κατά το τελευταίο οικονομικό έτος, και παρέχει βασική υπηρεσία πλατφόρμας σε τουλάχιστον τρία κράτη μέλη·
-Έλεγχος σημαντικής ψηφιακής πύλης για τους επιχειρηματικούς χρήστες προς τους τελικούς καταναλωτές: αυτό το κριτήριο πληρούται όταν η εταιρεία ελέγχει μία βασική υπηρεσία πλατφόρμας με πάνω από 45 εκατομμύρια ενεργούς τελικούς χρήστες κάθε μήνα, που είναι εγκατεστημένοι ή βρίσκονται στην ΕΕ, και πάνω από 10 000 ενεργούς επιχειρηματικούς χρήστες εγκατεστημένους στην ΕΕ ετησίως κατά το τελευταίο οικονομικό έτος·
-Παγιωμένη και διαρκή θέση: αυτό το κριτήριο πληρούται όταν η εταιρεία πληροί τα άλλα δύο κριτήρια για κάθε ένα από τα τελευταία τρία οικονομικά έτη.
Οι εταιρείες που πληρούν τα ανωτέρω κριτήρια τεκμαίρεται ότι αποτελούν ρυθμιστές πρόσβασης, αλλά έχουν την ευκαιρία να αντικρούσουν το τεκμήριο και να προβάλουν τεκμηριωμένα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξουν ότι, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων, δεν θα πρέπει να οριστούν ως ρυθμιστές πρόσβασης, μολονότι πληρούν όλα τα όρια.
Αντιστρόφως, η Επιτροπή μπορεί να κινήσει έρευνα αγοράς για να αξιολογήσει λεπτομερέστερα τη συγκεκριμένη κατάσταση δεδομένης εταιρείας και να αποφασίσει, μολαταύτα, να ορίσει την εταιρεία ως ρυθμιστή πρόσβασης βάσει ποιοτικής αξιολόγησης, ακόμη και αν δεν πληροί τα ποσοτικά όρια.