Οι εξελίξεις, τάσεις και προκλήσεις της γερμανικής οικονομίας συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια του ετήσιου οικονομικού διαλόγου του Ινστιτούτου Ifo Μονάχου που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα σε αίθουσα εκδηλώσεων του Βιομηχανικού και Εμπορικού Επιμελητηρίου Μονάχου, με τη συμμετοχή περίπου 100 στελεχών επιχειρήσεων, εκπροσώπων της πολιτικής και μελών της επιστημονικής κοινότητας.
Την κεντρική εισήγηση στην εκδήλωση πραγματοποίησε o Πρόεδρος του Ifo, Καθηγητής C. Fuest με θέμα: «Πώς θα ξεπεράσει η Γερμανία την επενδυτική κρίση;». Ο Καθηγητής C. Fuest προέβη, καταρχάς, στην παρουσίαση των εκτιμήσεων του Ιfo ως προς τα βασικά οικονομικά μεγέθη της γερμανικής οικονομίας, η οποία σύμφωνα με το Ινστιτούτο παραμένει βυθισμένη στην κρίση ανάπτυξης, με ασθενή ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, χαμηλή παραγωγικότητα, διαρκή αδυναμία τον τομέα των επενδύσεων κυρίως σε δημόσιες υποδομές (ελλείψεις σε σχολικά κτίρια, υπερφορτωμένο σιδηροδρομικό, οδικό δίκτυο και γέφυρες, ανεπαρκείς ψηφιακές παροχές).
Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν, επίσης, στάσιμες την ώρα που χώρες όπως ΗΠΑ, Αυστρία, Γαλλία Ελβετία, το είχαν ήδη ξεπεράσει σημαντικά.
Ειδικότερα μετά τη στασιμότητα του πρώτο εξαμήνου του 2025, το προσαρμοσμένο στις τιμές ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί σε ετήσια βάση μόλις κατά 0,2%. Η οικονομική παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά 1,3% και 1,6%, αντίστοιχα, τα έτη 2026 και 2027 οπότε και αναμένεται σημαντική επιτάχυνση στις αυξήσεις των μισθών. Οι εταιρίες σε όλους τους τομείς της οικονομίας αναφέρουν επίμονα χαμηλή ζήτηση για τα αγαθά και τις υπηρεσίες τους, καθώς και επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικής τους θέσης. Οι εξαγωγές επιβαρύνονται από τους εισαγωγικούς δασμούς των ΗΠΑ, οι οποίοι αναμένεται να παραμείνουν αμετάβλητοι κατά την περίοδο πρόβλεψης ενώ ούτε η συμφωνία ΕΕ-ΗΠΑ αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στις προβλέψεις. Η κρίση και η δημογραφική αλλαγή επηρεάζουν επίσης την αγορά εργασίας. Το 2025 ο αριθμός των απασχολουμένων αναμένεται να αυξηθεί μόνο κατά 19.000 ενώ τη διετία 2026- 2027 το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί σε 6,1% και 5,4% αντίστοιχα. Ο πληθωρισμός αναμένεται το 2025 να ανέλθει σε 2,2% και το 2026 να μειωθεί σε 2,1%, οπότε και θα δράσει επιβοηθητικά ο περιορισμός των αυξημένων τιμών ενέργειας (μείωση στα τέλη δικτύου και κατάργηση της επιβάρυνσης αποθήκευσης φ/α).
Παράγοντες που επιβραδύνουν τη δυναμική ανάπτυξης είναι το υψηλό κόστος ενέργειας, η έλλειψη ειδικευμένων εργαζομένων, ύφεση στον κατασκευαστικό κλάδο και την οικοδομική δραστηριότητα, η γεωπολιτική αβεβαιότητα, οι γραφειοκρατικοί περιορισμοί και τα υπέρμετρα φορολογικά βάρη με ανεπαρκείς ελέγχους απόδοσης των επενδύσεων. Ιδιαίτερα η μείωση της γραφειοκρατίας αποτελεί προαπαιτούμενο για την μακροπρόθεσμη ασφάλεια σχεδιασμού τους. Σύμφωνα με μελέτες του Ifo υπολογίζεται ότι η Γερμανία ετησίως «χάνει» κατά μέσο όρο μέχρι και 145 δισ. ευρώ σε οικονομική παραγωγή ενώ εάν η χώρα είχε εφαρμόσει από το 2015 μία θεμελιώδη μείωση της γραφειοκρατίας, το κατά κεφαλήν ετήσιο ΑΕΠ θα ήταν κατά περίπου 2.500 ευρώ υψηλότερο.
Σύμφωνα με τον Πρόεδρο του Ifo, Καθηγητή C. Fuest το νέο Ειδικό Ταμείο Υποδομών, με δικό του τμήμα δανεισμού αποκλειστικά για πρόσθετες επενδύσεις σε υποδομές και την επίτευξη κλιματικής ουδετερότητας έως το 2045, ύψους έως και 500 δισ. ευρώ δεν μπορεί από μόνο του να οδηγήσει σε μακροπρόθεσμα κέρδη παραγωγικότητας, δηλαδή χωρίς να συνοδευθεί από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Με δεδομένο δε, ότι το νέο αυτό ταμείο θα θεωρείται ότι αποδίδει μόνο εάν επιτευχθεί ο δείκτης επενδύσεων στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό κατά το αντίστοιχο οικονομικό έτος, γεννάται πλέον το βασικό ερώτημα οικονομικής πολιτικής εάν έχουν πραγματικά νόημα οι δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές εφόσον οι αναγκαίες επενδύσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν ιδιωτικά. Σημειώνεται ότι το συγκεκριμένο Ειδικό Ταμείο θα συσταθεί για περίοδο 12 ετών και τα δάνεια δεν θα συνυπολογίζονται στο «φρένο χρέους», όπως θα συμβαίνει και με τον νέο γερμανικό κανονισμό για τις αμυντικές δαπάνες.
Στο πλαίσιο αυτό ακολούθησε πάνελ με θέμα «Χάραξη πορείας –πώς μπορεί το Ειδικό Ταμείο Υποδομών να γίνει μοχλός ανάπτυξης;» υπό τον συντονισμό του δημοσιογράφου C. Nitsche (Βαυαρική Ραδιοφωνία) και με συμμετέχοντες την Προϊσταμένη του Τμήματος Κατασκευών του Μονάχου, J.-M. Ehbauer, τη Διευθύνουσα Σύμβουλο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), T. Gönner, τον Προϊστάμενο του Τμήματος Ανταγωνισμού και Διαρθρωτικής Πολιτικής στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας και Ενέργειας, Δρ. R. L’Hoest, τον Διευθύνοντα Σύμβουλο του Γερμανικού Συνδέσμου Κατασκευαστικών Βιομηχανιών, T.-O. Müller, τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της DB InfraGO, Δρ. P. Nagl και τον Πρόεδρο του ifo, C. Fuest, από τις παρεμβάσεις των οποίων συγκρατούμε τα εξής:
Ο Διευθύνων Σύμβουλος του Γερμανικού Συνδέσμου Κατασκευαστικών Βιομηχανιών, T.-O. Müller, ζήτησε ταχύτερο ρυθμό λήψης πολιτικών αποφάσεων, ώστε ο κλάδος να μπορέσει να προετοιμαστεί σχετικά με το πότε και ποια κεφάλαια θα είναι διαθέσιμα για συγκεκριμένα έργα – δρόμους, γέφυρες και πλωτές οδούς ενώ και η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), T. Gönner, εξέφρασε παρόμοια άποψη, δηλαδή ότι προκειμένου τα κεφάλαια που προορίζονται για το ειδικό ταμείο να παράγουν μακροοικονομικά αποτελέσματα, είναι απαραίτητες ταχείες διαδικασίες έγκρισης, συστηματική μείωση της γραφειοκρατίας και αποτελεσματική χρήση των πόρων.
Ως προς την κριτική για το ενδεχόμενο τα δάνεια που θα λαμβάνονται στο πλαίσιο του ειδικού ταμείου για τις υποδομές και την προστασία του κλίματος να μη χρησιμοποιούνται για πρόσθετες επενδύσεις αλλά για κάλυψη κενών στον προϋπολογισμό, κοινή συνισταμένη των παρατηρήσεων συμμετεχόντων στο πάνελ συζήτησης ήταν ότι προκειμένου να αποσοβηθεί ο κίνδυνος αυτός πρέπει να υπάρχει ένα σαφώς τεκμηριωμένο σχέδιο επενδύσεων σε νέες υποδομές.
Εξάλλου, επισημάνθηκε ότι δεδομένου ότι το ειδικό ταμείο αναμένεται να αυξήσει σημαντικά τη ζήτηση για έργα υποδομών, οι μισθοί θα μπορούσαν να αυξηθούν, κυρίως σε τομείς όπου υπάρχει ήδη έντονη έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού.
Αναγκαία άλλωστε κρίνεται η σαφής ιεράρχηση των επενδυτικών έργων. Οι νέες επενδύσεις θα πρέπει να στοχεύουν εκεί όπου θα έχουν τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα, ταυτόχρονα, ωστόσο, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη εάν υπάρχει επαρκής «χώρος» για την υλοποίησή τους.
(*) Οι πληροφορίες προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Μόναχο.
Η δημοσιογράφος Σοφία Κοντογιάννη έχει εργαστεί στις εφημερίδες Ναυτεμπορική (ταξιδιωτικό ρεπορτάζ) και Καλημέρα (τουριστικό ρεπορτάζ), στο τηλεοπτικό Κανάλι 5 (ως αρχισυντάκτρια και συμπαρουσιάστρια των ταξιδιωτικών εκπομπών και ) καθώς και στον ραδιοφωνικό σταθμό 9.84 (εκπομπή Τουριστικό Περισκόπιο).






