Η βρετανική οικονομία συνεχίζει να διανύει μια περίοδο έντονων προκλήσεων, καθώς οι διαρκείς πληθωριστικές πιέσεις, η παρατεταμένη ύφεση στη λιανική αγορά, οι επιπτώσεις από την επιβολή των εμπορικών δασμών, καθώς και τα δομικά προβλήματα στον βρετανικό αγροδιατροφικό τομέα συνθέτουν ένα περίπλοκο, εύθραυστο και αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον.
Σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία, ο ετήσιος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή τον περασμένο Σεπτέμβριο παρέμεινε αμετάβλητος, για τρίτο συνεχόμενο μήνα, στο 3,8%, ανατρέποντας τις προβλέψεις, τόσο της Τράπεζας της Αγγλίας, όσο και των αγορών, οι οποίες ανέμεναν άνοδο της τάξεως του 4%. Ωστόσο, η Βρετανός Υπουργός Οικονομικών Rachel Reeves δήλωσε ότι δεν είναι ικανοποιημένη με τη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα και δεσμεύτηκε να εφαρμόσει στοχευμένα μέτρα για τη μείωση του κόστους ζωής.
Ειδικότερα, οι αυξήσεις στις τιμές των μεταφορών, ιδίως στα καύσιμα και στα αεροπορικά εισιτήρια, συνέχισαν να ασκούν ανοδικές πιέσεις, ωστόσο, εξισορροπητικά λειτούργησε η επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των τιμών τροφίμων και υπηρεσιών αναψυχής, όπως συναυλίες και θεάματα. Οι τιμές των τροφίμων σημείωσαν μηνιαία μείωση 0,2%, την πρώτη από τον Μάιο του 2024, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός τροφίμων υποχώρησε από 5,1% στο 4,5% (η τιμή του ελαιολάδου υποχώρησε κατά 15,4% και του ψωμιού κατά 6,2%). Σημαντική άνοδο σημείωσαν η τιμή του βοδινού κρέατος κατά 26,9%, της σοκολάτας κατά 18,1% και του καφέ κατά 13,4%. Ο δομικός πληθωρισμός υποχώρησε ελαφρώς στο 3,5%.
Παρά τη θετική αυτή ένδειξη, οι αναλυτές θεωρούν αμφίβολη τη μείωση των επιτοκίων στην επερχόμενη συνεδρίαση της Τράπεζας της Αγγλίας στις 6 Νοεμβρίου. Σημειώνεται ότι, το Ηνωμένο Βασίλειο εξακολουθεί να έχει τον υψηλότερο πληθωρισμό μεταξύ των χωρών του G7, με τον ΟΟΣΑ να προβλέπει μέσο όρο στο 3,5% για το τρέχον έτος.
Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας η βρετανική οικονομία σημείωσε οριακή άνοδο 0,1% τον Αύγουστο. Σε τριμηνιαία βάση (Ιούνιος- Αύγουστος), το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 0,3%, καταγράφοντας μικρή άνοδο από το 0,2% του β΄ τριμήνου, ωστόσο σημαντικά χαμηλότερη συγκριτικά με το 0,7% του α΄ τριμήνου 2025. Ειδικότερα, ο τομέας της παραγωγής αυξήθηκε κατά 0,4%, ο τομέας των υπηρεσιών παρέμεινε στάσιμος, ενώ ο κατασκευαστικός υποχώρησε κατά 0,3%.
Εύθραυστη η κατάσταση στην αγορά εργασία
Η ανεργία κατά το γ΄ τρίμηνο ανήλθε στο 4,8%, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων τεσσάρων ετών. Η μείωση των διαθέσιμων θέσεων εργασίας και των μισθών, σε συνδυασμό με την αύξηση των αιτήσεων για επιδόματα, εντείνουν τις ανησυχίες για την εύθραυστη κατάσταση της αγοράς εργασίας.
Παράλληλα, η βρετανική βιομηχανία χάλυβα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη σοβαρότερη κρίση των τελευταίων ετών, καθώς οι δασμοί ύψους 50% που ανακοίνωσε η Ε.Ε. ότι θα επιβάλει στο βρετανικό χάλυβα, απειλούν περίπου 80.000 θέσεις εργασίας και θέτουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα ολόκληρης της β/εφοδιαστικής αλυσίδας. Σημειώνεται ότι το Ηνωμένο Βασίλειο εξήγαγε 1,9 εκατ. τόνους χάλυβα στην ΕΕ το 2024, με το μεγαλύτερο μέρος να είναι αφορολόγητο βάσει σχετικών συμφωνιών για ποσοστώσεις με τις Βρυξέλλες.
Η κρίση στο λιανεμπόριο
Η κρίση στον κλάδο του λιανεμπορίου έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Οι πωλήσεις συνεχίζουν να μειώνονται εδώ και 12 μήνες, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοση από το 2009. Η αβεβαιότητα των καταναλωτών σχετικά με τις οικονομικές συνθήκες, η άνοδος του κατώτατου μισθού, η αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, αλλά και το ενδεχόμενο ανακοίνωσης νέων φορολογικών επιβαρύνσεων σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και τις υψηλές τιμές στις πρώτες ύλες, αποτελούν παράγοντες που διατήρησαν τη ζήτηση σε υποτονικά επίπεδα.
Μεγάλες αλυσίδες λιανικής, όπως οι: Poundland, Sports Direct και Trespass, ανακοίνωσαν το κλείσιμο καταστημάτων τους, ενώ εταιρείες όπως η Direct Furnishing Supplies (DFS) και η Starbucks εξετάζουν την αναδιάρθρωση του δικτύου τους. Σύμφωνα με προβλέψεις του Centre for Retail Research αναμένεται ότι έως το τέλος του 2025 περισσότερα από 17.000 καταστήματα θα σταματήσουν τη λειτουργία τους, γεγονός που θα οδηγήσει σε μείωση των θέσεων εργασίας κατά περίπου 201.953. Από την πλευρά του, ο Διευθύνων Σύμβουλος της M&S, Stuart Machin, επεσήμανε ότι οι επιπλέον φορολογικές και ρυθμιστικές υποχρεώσεις έχουν κοστίσει στο λιανικό εμπόριο 7 δισ. Λίρες και περίπου 100.000 θέσεις εργασίας, χαρακτηρίζοντας την αύξηση των εισφορών εθνικής ασφάλισης ως «καταστροφική».
Οι επιπτώσεις στις βρετανικές εξαγωγές από τη δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ
Η δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ έχει προκαλέσει σοβαρές αναταράξεις στο διεθνές εμπόριο, επηρεάζοντας ιδιαίτερα και τον βρετανικό εξαγωγικό τομέα. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Fortnum & Mason, ιστορικής βρετανικής εταιρείας premium προϊόντων, η οποία κατέγραψε σημαντική πτώση στις πωλήσεις της στις ΗΠΑ, λόγω της αυστηροποίησης των κανόνων καταγωγής (origin rules) και της κατάργησης του αδασμολόγητου ορίου («de minimis») για αποστολές κάτω των 800 δολ. Σημειώνεται ότι, πριν την επιβολή των νέων περιορισμών, οι διεθνείς πωλήσεις της Fortnum & Mason ανέρχονταν σε 12,5 εκατ. Λίρες, αποτελώντας το 5,5% του συνολικού της κύκλου εργασιών.
Εξάλλου, σύμφωνα με έρευνα της Τράπεζας της Αγγλίας, η εφαρμογή της πολιτικής net zero και η φορολόγηση εκπομπών CO2, εκτιμάται ότι θα μειώσει την παραγωγή, θα αυξήσει το ενεργειακό κόστος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και θα διατηρήσει τον πληθωρισμό σε υψηλά επίπεδα, ενδεχομένως έως και το 2028.
(*) Οι πληροφορίες προέρχονται από το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Λονδίνο.
Η δημοσιογράφος Σοφία Κοντογιάννη έχει εργαστεί στις εφημερίδες Ναυτεμπορική (ταξιδιωτικό ρεπορτάζ) και Καλημέρα (τουριστικό ρεπορτάζ), στο τηλεοπτικό Κανάλι 5 (ως αρχισυντάκτρια και συμπαρουσιάστρια των ταξιδιωτικών εκπομπών και ) καθώς και στον ραδιοφωνικό σταθμό 9.84 (εκπομπή Τουριστικό Περισκόπιο).






