Στην πλατεία της Βαμβακούς, μια γυναίκα ζυμώνει φύλλο για πίτα με χειρονομίες αιώνων. Δίπλα της, νεαρός προγραμματιστής δουλεύει συνδεδεμένος σε οπτική ίνα. Στο βάθος, παιδικές φωνές ακούγονται για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες. Αυτή η σκηνή, αντιφατική και γεμάτη ελπίδα, είναι η πιο τολμηρή προσπάθεια αγροτικής αναγέννησης στη σύγχρονη Ελλάδα.
Στα 903 μέτρα υψόμετρο, εκεί που ο Πάρνωνας σχηματίζει τη ραχοκοκαλιά της ανατολικής Πελοποννήσου, αυτός ο μικρός οικισμός κατάφερε το αδύνατο: να ξεφύγει από τη μοίρα των εκατοντάδων ελληνικών χωριών που έγιναν πέτρινα κελύφη. Η ιστορία του είναι μάθημα επιβίωσης και απόδειξη πως η παράδοση συνομιλεί με το μέλλον χωρίς να χάνει την ταυτότητά της.
Οι ρίζες στο χρόνο
Πριν από έξι αιώνες, άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε έναν από τους πιο απρόσιτους τόπους της Λακωνίας. Ο 15ος αιώνας, ταραγμένος για τις πεδινές περιοχές, έκανε τα βουνά καταφύγιο. Ανάμεσα σε ελατόδαση και καρυδιές γεννήθηκε ένας οικισμός που το όνομά του, πιθανόν από το μεσαιωνικό “βάμβαξ”, υπαινίσσεται αγροτική ταυτότητα.

Τον 19ο αιώνα, ο τόπος είχε αποκτήσει βαρύτητα. Από το 1800 ως το 1833 φιλοξένησε την έδρα της Επισκοπής Βρεσθένης, κερδίζοντας θρησκευτικό κύρος και πολιτική επιρροή. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, η Βαμβακού βρέθηκε στην πρώτη γραμμή. Ο Επίσκοπος Θεοδώρητος Β΄ ηγήθηκε των ντόπιων στην πολιορκία της Τρίπολης, αλλά το τίμημα ήταν βαρύ: το Μάιο του 1826, ο Ιμπραήμ Πασάς κατέστρεψε το χωριό. Η Κοίμηση της Θεοτόκου, ο κεντρικός ναός, ξαναχτίστηκε από το 1900 ως το 1913, όχι απλώς χώρος λατρείας, αλλά μνημείο συλλογικής επιμονής.
Η χρυσή εποχή και η πτώση
Οι δεκαετίες μετά την απελευθέρωση έφεραν ευημερία. Αμπέλια παρήγαγαν τον “Οινουντιάδη Οίνο”, κοπάδια, κάποιες πηγές αναφέρουν έως 30.000 ζώα, γέμιζαν τις πλαγιές. Περισσότερες από 200 οικογένειες συγκροτούσαν κοινότητα τόσο οργανωμένη που δημιούργησε την “Ένωση Πληρεξουσίων”, το πρώτο μοντέλο αυτοδιοίκησης στο νεοελληνικό κράτος, πρότυπο για 600 χωριά.
Ο 20ός αιώνας όμως έγραψε διαφορετική ιστορία. Πόλεμοι, Βαλκανικοί, Ελληνοτουρκικός, δύο παγκόσμιοι, έθαψαν νέους μακριά από την πατρίδα. Το πραγματικό πλήγμα ήταν η οικονομική μετανάστευση που άδειασε το χωριό. Από τα τέλη του 19ου αιώνα, κύματα ανθρώπων αναχώρησαν για Αμερική, Νότια Αφρική, Αυστραλία, Ρωσία. Έφευγαν από τον “Σταθμό Συγκινήσεως”, ένα σημείο όπου τα δάκρυα αποχαιρετισμών έγιναν μέρος του τοπίου.

Στις αρχές της δεκαετίας του 2010, μόνο εννέα μόνιμοι κάτοικοι έμειναν. Το σχολείο έκλεισε το 2008, σφραγίζοντας την απουσία μέλλοντος. Σχεδόν.
Οι φύλακες της φλόγας
Ακόμα και στα χρόνια εγκατάλειψης, υπήρχαν άνθρωποι που θυμούνταν. Η οικογένεια Νιάρχου, με καταγωγή από τη Βαμβακού μέσω των Σπύρου και Σταύρου Νιάρχου, παίζει εδώ και δεκαετίες ρόλο προστάτη. Ο Σταύρος Νιάρχος χρηματοδότησε ηλεκτροδότηση και δίκτυα νερού. Ο Ιωάννης Κουμάνταρος έχτισε το σύγχρονο σχολείο, η κόρη του Ντόλυ Γουλανδρή χάρισε τον πύργο του ρολογιού, ο Γεώργιος Τσοχώνης βελτίωσε δρόμους και ξενώνα. Αυτές οι παρεμβάσεις δημιούργησαν υποδομή έτοιμη να ξαναζωντανέψει όταν θα έρχονταν οι κατάλληλοι άνθρωποι.

Το φυσικό θαύμα του Πάρνωνα
Ο Πάρνωνας είναι ασβεστολιθικός γίγαντας προστατευόμενος από το δίκτυο Natura 2000. Φιλοξενεί πάνω από 80 σπάνια φυτικά είδη, με 12 έως 14 τοπικά ενδημικά, πλάσματα που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Το δάσος μαύρης πεύκης και κεφαλληνιακής ελάτης προστατεύει αυτά τα σπάνια είδη.

Η αναγέννηση: Πέντε φίλοι και ένα όραμα
Το 2018, πέντε νέοι με ρίζες στο χωριό, Χάρης, Ελένη, Αργύρης, Τάσος, Παναγιώτης, ίδρυσαν την Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση “Vamvakou Revival”, με την αποκλειστική υποστήριξη του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Το όραμά τους: να δημιουργήσουν τόπο όπου η ζωή έχει νόημα με σύγχρονους όρους. Εκεί που η τηλεργασία συνυπάρχει με την κτηνοτροφία, εκεί που η τεχνολογία γεφυρώνει αποστάσεις.
Ο πληθυσμός ανέβηκε από 9 σε πάνω από 25 μόνιμους κατοίκους. Νέες οικογένειες ήρθαν, παιδιά γεννήθηκαν στο χωριό μετά από 30 χρόνια. Τα σπίτια ανοίγουν, οι φωνές ξανακούγονται, η ελπίδα επιστρέφει.
Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Ποταμούλας









