Στην ΕΛΣΤΑΤ πέφτει ο κλήρος να αναλάβει τη μέτρηση και δημοσιοποίηση των στοιχείων του οδικού τουρισμού της χώρας, μετά τη διακοπή της σχετικής παρακολούθησης από το ΙΝΣΕΤΕ. Η εξέλιξη αυτή έχει αφήσει προσωρινά τη χώρα χωρίς επίσημα δεδομένα για έναν τομέα που αποτελεί βασικό πυλώνα του ελληνικού τουρισμού, ιδιαίτερα για τη Βόρεια Ελλάδα.
Το πρόβλημα επιβεβαιώνει και ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Χαλκιδικής, Γρηγόρης Τάσιος, λέγοντας πως «πρόκειται για σοβαρό ζήτημα που πρέπει να καλυφθεί άμεσα». Ο ίδιος μάλιστα σημειώνει πως «η ΕΛΣΤΑΤ είναι πλέον αυτή που αναμένεται να δώσει τη λύση».
Στην ίδιο μήκος κύματος και ο πρόεδρος της Επαγγελματικής Διοίκησης Πολυχρόνου Χαλκιδικής, Αστέριος Καϊάφας, ο οποίος ανέφερε στο ΤΝ ότι «δεν υπάρχουν πλέον καθόλου στοιχεία για τον οδικό τουρισμό». Όπως είπε, η Ομοσπονδία έχει ζητήσει να συνοδεύονται οι επισκέπτες από τα πρακτορεία με voucher, ώστε να υπάρχει εικόνα προέλευσης. «Έρχονται χύμα, δεν ξέρουμε ποιοι μπαίνουν στη χώρα» ανέφερε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι μόνο στη Χαλκιδική κινούνται περίπου 1,2 εκατομμύρια άτομα ημερησίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο.
Η αιτία του κενού βρίσκεται στην πλήρη ένταξη της Βουλγαρίας στη Ζώνη Σένγκεν από την 1η Ιανουαρίου 2025, που επέφερε την κατάργηση των συνοριακών ελέγχων και κατ’ επέκταση τη διακοπή της συλλογής δεδομένων στα βόρεια σύνορα. Όπως έχει διευκρινίσει το ΙΝΣΕΤΕ, από τα συγκεκριμένα σημεία προερχόταν το 40–45% των συνολικών οδικών αφίξεων στη χώρα, γεγονός που καθιστά αδύνατη πλέον τη συνέχιση της χρονοσειράς.
Το 2024 ο οδικός τουρισμός είχε σημειώσει ισχυρή άνοδο, με 11,9 εκατομμύρια διεθνείς οδικές αφίξεις έναντι 10,4 εκατομμυρίων το 2023 (+14,4%). Η μεγαλύτερη αύξηση καταγράφηκε από τη Βουλγαρία (+18,2%), ενώ ανοδικές ήταν και οι ροές από Τουρκία, Βόρεια Μακεδονία και Αλβανία.
Σε τούτο το σημείο να τονιστεί ότι η έλλειψη επίσημης στατιστικής παρακολούθησης δεν είναι απλώς τυπικό ζήτημα. Αφορά τον ίδιο τον σχεδιασμό του τουρισμού στη Βόρεια Ελλάδα, όπου ο οδικός τουρισμός παραμένει κινητήριος μοχλός ανάπτυξης. Η ΕΛΣΤΑΤ καλείται πλέον να διαμορφώσει έναν αξιόπιστο μηχανισμό μέτρησης, προκειμένου να αποκατασταθεί η συνέχεια στα στοιχεία και η χώρα να διαθέτει ξανά σαφή εικόνα για ένα κρίσιμο κομμάτι του τουριστικού της προϊόντος.









