back to top

Δημήτρης Καραλής, Ε.Ξ. Μεσσηνίας | Η τουριστική ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι άνιση- η περίπτωση της Πελοποννήσου

Πριν από πενήντα χρόνια, η πρωτοβουλία για την αναβίωση παραδοσιακών οικισμών ως πρότυπων ξενώνων άνοιξε νέους δρόμους στην ελληνική τουριστική πολιτική. Ωστόσο, πολλές από αυτές τις περιοχές παραμένουν σήμερα με ελλιπείς υποδομές, περιορισμένη οδική προσβασιμότητα και αίσθημα απομόνωσης που αποθαρρύνει επισκέπτες. Η τουριστική ανάπτυξη εξακολουθεί να είναι άνιση, με υπερ-συγκέντρωση σε ορισμένες παράλιες ζώνες και υπο-αξιοποίηση σημαντικών φυσικών και πολιτιστικών πόρων.

Αυτό τονίζει ο πρόεδρος της Ένωσης Ξενοδόχων Μεσσηνίας Δημήτρης Καραλής σε μια εμπερισταμένη τοποθέτησή του για τους “ξεχασμένους” προορισμούς.

Η Πελοπόννησος, όπως υπογραμμίζει, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της υστέρησης, καθώς κρίσιμα έργα μεταφορών καθυστερούν και απουσιάζει συνεκτική στρατηγική για την αξιοποίηση των δυνατοτήτων της. Παράλληλα, προβλήματα όπως ο αποκλεισμός μικρών ξενοδοχείων από χρηματοδοτήσεις, το υψηλό λειτουργικό κόστος, η έλλειψη στελεχών και η ανεξέλεγκτη εξάπλωση των βραχυχρόνιων μισθώσεων αποδυναμώνουν τον κλάδο. Το συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα έχει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης, εφόσον υπάρξει πολιτική βούληση για ενίσχυση των περιφερειακών προορισμών.

Αναλυτικά η τοποθέτηση του κ.Καραλή:

“Πέρασαν 50 χρόνια από τότε που οι αείμνηστοι Τζαννής Τζαννετάκης, τότε Γενικός Γραμματέας του ΕΟΤ και Γεώργιος Ράλλης τότε Υπουργός Προεδρίας εποπτεύων τον τουρισμό, εμπνεύστηκαν την αναβίωση των παραδοσιακών οικισμών και τη μετατροπή τους σε πρότυπους ξενώνες. Έκτοτε, οι συγκεκριμένες  περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος αντιμετωπίζουν αξιοσημείωτες προκλήσεις και αδυναμίες ως προορισμοί, με ελλείψεις στις υποδομές, λόγω της αύξησης του τουριστικού ρεύματος που συγκεντρώνουν. Η οδική προσβασιμότητα σε πολλά σημεία είναι δυσχερής, τα οδικά δίκτυα παραμένουν κακής ποιότητας και αρκετοί οικισμοί στα ορεινά τμήματα της ενδοχώρας έχουν δύσκολη πρόσβαση, ενώ συνολικά οι περιοχές αυτές απέχουν από μεγάλους οδικούς άξονες και αστικά κέντρα. Αυτό δημιουργεί αίσθημα «έντονης απομόνωσης», λειτουργεί αποτρεπτικά για κάποιους επισκέπτες, τη στιγμή που αποτελεί και μέρος της αυθεντικότητας των τοπίων. 

Συμπερασματικά, η τουριστική ανάπτυξη μέχρι σήμερα είναι άνισα κατανεμημένη και επικεντρώνεται περισσότερο σε ορισμένα παράλια σημεία χωρίς οργανωμένο σχεδιασμό που έχουν ως αποτέλεσμα αφενός την υπο-εκμετάλλευση σημαντικών πόρων (πολιτιστικών και φυσικών) και αφετέρου τον κίνδυνο ανεξέλεγκτης τουριστικής δραστηριότητας σε άλλες περιοχές.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Πελοπόννησος, όπου είναι ορατή η εγκατάλειψη της τουριστικής ανάπτυξης. Η έλλειψη οράματος και προοπτικής αποτυπώνονται εμφανώς και στις υπόλοιπες υποτυπώδεις υποδομές, που υπολείπονται σημαντικά.  Ενδεικτικά, η σύμβαση παραχώρησης του αεροδρομίου Καλαμάτας, από το ΤΑΙΠΕΔ και το Υπερταμείο σε ιδιώτες, αγνοείται στα συρτάρια της Βουλής για τις τελικές εγκρίσεις, χωρίς να γνωρίζει κάποιος για την τύχη της, παρά τις πιέσεις που έχει δεχθεί η πολιτεία από την τοπική κοινωνία και τους αρμόδιους φορείς του τουρισμού. Αντίστοιχα προβλήματα παρατηρούνται στα έργα του οδικού άξονα  Καλαμάτας – Ριζόμυλου – Πύλου – Μεθώνης που η ολοκλήρωσή τους παίρνει συνεχώς  μεταθέσεις από την 21/4/27 για την 8/11/28 και της απώτερης ημερομηνίας από την 21/4/28 για την 8/11/29 με τελευταίο  επιχείρημα τη μη υλοποίηση του συνόλου των απαλλοτριώσεων.

Και όλα αυτά, όταν επί 50 χρόνια ακούμε το ίδιο αφήγημα περί «επέκτασης του τουρισμού στο χώρο και στο χρόνο», τη στιγμή που πέντε ουσιαστικά αγορές, «τροφοδοτούν»  μόνον πέντε Περιφέρειες της χώρας, αγνοώντας τις υπόλοιπες, με την Πελοπόννησο να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εφόσον αντλεί μόλις το 2% των τουριστικών εσόδων. 

Το πρόσφατο συνέδριο που οργάνωσε η «Καθημερινή» αλλά και όσα ακούστηκαν στη Γενική Συνέλευση του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος αποτυπώνουν σε αδρές γραμμές το πρόβλημα «αγκύλωσης» του τουρισμού στην Ελλάδα. Συνοψίζω, μαζί με όσα μπορώ και προσωπικώς να καταθέσω:

Βιωσιμότητα: Όταν το 85% των ελληνικών ξενοδοχείων με δυναμικότητα έως 50 δωματίων είναι αποκλεισμένο από τα χρηματοδοτικά εργαλεία, για ποια αντοχή και ποια ποιοτική αναβάθμιση μπορούμε να μιλάμε;  Πολύ περισσότερο, όταν η βιωσιμότητα για την οποία συζητάμε είναι συνυφασμένη  με τον εκσυγχρονισμό των υποδομών, που προσμετράται στους ποιοτικούς δείκτες. Και όλα αυτά όταν υπάρχουν τα γνωστά «βαρίδια» του λειτουργικού κόστους σε όλους τους τομείς, από τη φορολογία και το δυσβάστακτο ενεργειακό κόστος μέχρι τις προμήθειες, με την εκρηκτική ακρίβεια που αποτυπώνεται σε ολόκληρο το φάσμα της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Στελέχωση: Διττός στόχος που έχει να κάνει τόσο με τα αμιγώς τουριστικά επαγγέλματα όσο και με τα υπόλοιπα που συμβάλουν στην κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη ενός τόπου. Χωρίς στελέχη στον τομέα της ασφάλειας, της υγείας, της εκπαίδευσης, πώς μπορεί να αναπτυχθεί μια περιοχή και να συγκρατήσει τις παραγωγικές ηλικίες, όταν το κόστος στέγης έχει εκτιναχθεί σε ακραία επίπεδα εξαιτίας της ανεξέλεγκτης και ραγδαίας ανάπτυξης των καταλυμάτων τύπου Airbnb που ευνοεί η Πολιτεία?

Έσοδα: Ακούμε πανηγυρισμούς περί αύξησης των εσόδων κατά 9% όταν το κόστος εξυπηρέτησης – κυρίως στις μικρομεσαίες ξενοδοχειακές επιχειρήσεις, έχει εκτιναχθεί. Την ίδια στιγμή, διαπιστώνουμε μείωση της μέσης καταναλωτικής δαπάνης των επισκεπτών με μόνες κερδισμένες τις επιχειρήσεις τροφίμων, λόγω του φαινομένου των airbnb και με «θύματα», όχι μόνο τα ξενοδοχεία αλλά και τα καταστήματα εστίασης. Ας ληφθεί και αυτό υπόψη: Το 2000 είχαν επισκεφθεί την Ελλάδα 12.400.000 τουρίστες και είχαμε έσοδα 10.1 δις ευρώ. Το 2024 είχαμε 40.100.000 τουρίστες και τα έσοδα ήταν 21.6 δις ευρώ. Δηλαδή, ενώ αρχικά τα έσοδα ακολουθούσαν τις αφίξεις, τελικά κατέληξαν περίπου στα μισά!

Πρωτογενής τομέας: Αντί να λειτουργεί παράλληλα με τον τριτογενή των υπηρεσιών και να συμπληρώνει επάξια το τουριστικό προϊόν χάρη στη δύναμη της γαστρονομίας και της οινογνωσίας, παραμένει ξεχασμένος από τις όποιες στρατηγικές ανάπτυξης και διασύνδεσης με τον τουρισμό. Και αυτό όταν σε πολλές περιοχές, όπως η Πελοπόννησος, τα προϊόντα της γης είναι το σήμα κατατεθέν του τόπου μας. Πως όμως θα γίνει αυτό αν δεν υπάρξει ένας κρίκος που θα συνδέσει το χωράφι με το ξενοδοχείο, τον ξενοδόχο με τον αγρότη και τον κτηνοτρόφο και τον τεχνίτη της μαγειρικής με τα τοπικά προϊόντα?

Ανάπτυξη: Η ανάπτυξη είναι συνυφασμένη με τα μεγέθη και αυτά, με τη σειρά τους, με τον ανταγωνισμό. Η Τουρκία το 2024 είχε περίπου 61 εκατομμύρια τουρίστες και έσοδα 52.9 δις ευρώ (867 ευρώ έσοδο ανά τουρίστα). Η Ισπανία 93.8 εκατομμύρια διεθνείς τουρίστες και 126.5 δις ευρώ έσοδα, (1.349 ευρώ έσοδο ανά τουρίστα). Η Πορτογαλία 31.6 εκατομμύρια τουρίστες και έσοδα 27.8 δις ευρώ )880 ευρώ ανά τουρίστα). Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσό ήταν μόλις 538 ευρώ. Σύμφωνα δε με το INSETE multiplier effect, η συμμετοχή του multiplier effect του τουρισμού στο ΑΕΠ της χώρας μας εκτιμάται σε  66.5 – 80.1 δις ευρώ, δηλαδή περίπου 28% έως 33,7% του ΑΕΠ. 

Συμπέρασμα: Η Ελλάδα έχει περιθώρια τουριστικής επιτυχίας, αν βγουν κάποιες περιοχές της από το περιθώριο. Ως πρώτη αδικημένη είναι η Πελοπόννησος που έχει μεγάλες δυνατότητες να προσφέρει, αλλά δυστυχώς, δεν λαμβάνει τη δέουσα σημασία από τους αρμόδιους παράγοντες της Πολιτείας. Οι λόγοι είναι πολλοί, κάποιοι πιο ακραίοι που θέλουν να μιλούν για εμμονές προς κάποιους προορισμούς και κάποιοι πιο διαλλακτικοί που εξηγούν ότι υπάρχει περιθώριο εκπόνησης ολοκληρωμένης χωρικής μελέτης και στρατηγικής που θα δώσει λύση στο πρόβλημα, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση. Το σίγουρο είναι ότι δεν έχουμε ούτε το χρόνο ούτε την πολυτέλεια για ακροβατισμούς μέσα από τον κυκεώνα των επιδόσεων των αριθμών που προκαλούν προσποιητή ευμάρεια, αλλά πλέον δεν πείθουν κανέναν. Γιαυτό οι εκκρεμότητες διαιωνίζονται και τα σοβαρά προβλήματα μεγεθύνονται και μεταθέτουν την επίλυσή τους από χρόνο σε χρόνο. Λίγη σοβαρότητα στο εθνικό κεφάλαιο του ελληνικού τουρισμού, δεν βλάπτει”.

+ posts

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Εγγραφείτε στο Newsletter

Για να ενημερώνεστε για όλα τα τελευταία νέα.

Follow Us