Η ελληνική αγορά εργασίας βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή, με το δημογραφικό, την τεχνητή νοημοσύνη και την πράσινη μετάβαση να καθορίζουν τις εξελίξεις της επόμενης δεκαετίας. Σε αποκλειστικές δηλώσεις του στο Tornos News, ο Ηλίας Λιβανός, Εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP), επισημαίνει ότι «το Brain Drain δεν αποτελεί πρόσφατη εξέλιξη στην ελληνική αγορά εργασίας. Επομένως, πρέπει να αναλογιστούμε γιατί συμβαίνει και να πράξουμε ανάλογα».
Η ανάλυση του CEDEFOP δείχνει ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει μια από τις πιο έντονες δημογραφικές προκλήσεις στην Ευρώπη. Ο πυρήνας του εργατικού δυναμικού, δηλαδή οι εργαζόμενοι ηλικίας 25 έως 55 ετών, αναμένεται να μειωθεί κατά 18% έως το 2035, καθώς οι συνταξιοδοτήσεις υπερβαίνουν κατά πολύ τις νέες εισροές στην αγορά εργασίας. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί πίεση στις επιχειρήσεις, εντείνει τις ελλείψεις προσωπικού και περιορίζει τη δυναμική ανάπτυξης.
Παράλληλα, η συνολική απασχόληση προβλέπεται να κινηθεί οριακά πτωτικά, με τις περισσότερες νέες θέσεις να προκύπτουν όχι από επέκταση, αλλά από αντικαταστάσεις — εργαζόμενους που συνταξιοδοτούνται ή αλλάζουν επάγγελμα. Ο κ. Λιβανός τονίζει ότι «το μεγάλο στοίχημα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση από το Brain Drain στο Brain Stay», ενισχύοντας τη σύνδεση εκπαίδευσης και απασχόλησης και δίνοντας κίνητρα παραμονής στους νέους πτυχιούχους.
Η τεχνητή νοημοσύνη και η ψηφιακή μετάβαση θα αποτελέσουν καθοριστικούς παράγοντες στη διαμόρφωση της νέας αγοράς εργασίας. Παρότι στην ΕΕ αναμένεται συνολική μείωση της απασχόλησης κατά περίπου 5% έως το 2035, η τεχνολογία θα δημιουργήσει 900.000 νέες ευκαιρίες σε τομείς όπως η πληροφορική, η έρευνα και η ανάπτυξη. Στην Ελλάδα, ο αντίκτυπος εκτιμάται ότι θα είναι πιο ήπιος, λόγω του μικρότερου βάρους των βιομηχανικών κλάδων, ωστόσο η ανάγκη για επανακατάρτιση και εξοικείωση με τα ψηφιακά εργαλεία παραμένει επιτακτική.
Νέες θέσεις εργασίας από την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση
Σύμφωνα με τα στοιχεία του CEDEFOP, η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση θα αποτελέσουν βασικούς μοχλούς δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Στην πράσινη οικονομία, ο τομέας του ηλεκτρισμού και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας προβλέπεται να δημιουργήσει 14.000 νέες θέσεις, ενώ οι κατασκευές, ενισχυμένες από ευρωπαϊκά κονδύλια και έργα βιώσιμων υποδομών, θα προσθέσουν 25.000 θέσεις μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Στην ψηφιακή σφαίρα, οι υπηρεσίες πληροφορικής αναμένεται να απορροφήσουν 8.000 εργαζόμενους, η έρευνα και ανάπτυξη 3.000, ενώ ο κλάδος του ηλεκτρικού εξοπλισμού θα ενισχυθεί με 2.000 νέες θέσεις. Αντίστοιχα, η υγεία και κοινωνική φροντίδα θα γνωρίσουν τη μεγαλύτερη ανάπτυξη, με 31.000 νέες θέσεις, καθώς η γήρανση του πληθυσμού αυξάνει τη ζήτηση για επαγγέλματα προσωπικής φροντίδας, τα οποία παρουσιάζουν ετήσια αύξηση σχεδόν 4%.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και ο τουρισμός, ο οποίος σε συνδυασμό με τον πολιτισμό και τις τέχνες αναμένεται να δημιουργήσει περίπου 30.000 νέες θέσεις εργασίας την επόμενη δεκαετία, ενισχύοντας τις τοπικές οικονομίες και προωθώντας τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Αντιθέτως, ορισμένοι τομείς θα συρρικνωθούν. Η γεωργία, ο πετρελαϊκός κλάδος και η παραγωγή χημικών βρίσκονται σε τροχιά υποχώρησης, ενώ επαγγέλματα όπως οι διευθυντές φιλοξενίας και λιανικής, οι εργαζόμενοι σε γεωργία και αλιεία ή σε διοικητικές υπηρεσίες θα επηρεαστούν από τον αυτοματισμό και την ψηφιοποίηση. Οι αλλαγές αυτές, κοινές σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, υπογραμμίζουν την ανάγκη στοχευμένων προγραμμάτων επανεκπαίδευσης ώστε οι εργαζόμενοι να παραμείνουν ανταγωνιστικοί.
Η πρόκληση, σύμφωνα με τον κ. Λιβανό, είναι διττή: αφενός, η Ελλάδα πρέπει να αντιστρέψει τη διαρροή ταλέντου, και αφετέρου να δημιουργήσει ένα σταθερό πλαίσιο εργασιακής ένταξης, που θα επιτρέπει στους νέους επιστήμονες να αξιοποιούν τις δεξιότητές τους χωρίς να αναζητούν ευκαιρίες στο εξωτερικό. Ο ίδιος υπογραμμίζει στο Tornos News ότι «η αδύναμη μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση φανερώνει ελλείψεις στο θεσμικό πλαίσιο, που οφείλει να ενεργοποιεί γρήγορα τις δεξιότητες του εργατικού δυναμικού, να εξασφαλίζει έγκαιρη ένταξη και να παρέχει τις κατάλληλες προϋποθέσεις παραμονής».
Οι προβλέψεις του CEDEFOP δεν αποτελούν απλώς στατιστικές εκτιμήσεις αλλά έναν οδικό χάρτη προσαρμογής. Ο Έλληνας εμπειρογνώμονας επισημαίνει ότι η χώρα χρειάζεται να επενδύσει περισσότερο στην αναβάθμιση δεξιοτήτων, στη σύνδεση της εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας και στη στήριξη των εργαζομένων σε μεταβατικούς κλάδους.
Η μετάβαση από το Brain Drain στο Brain Stay δεν είναι μόνο ζήτημα πολιτικών επιλογών, αλλά και κουλτούρας: της ικανότητας να αναγνωρίζουμε την αξία του ανθρώπινου δυναμικού, να του δίνουμε κίνητρα να μείνει και να δημιουργήσει. Ο κ. Λιβανός καταλήγει ότι «το μεγάλο στοίχημα είναι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη μετάβαση από το Brain Drain στο Brain Stay».









